DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
Allied Communications Security Agency Οργανισμός Ασφαλείας Συμμαχικών Επικοινωνιών
Allied Democratic Forces Ενωμένες δημοκρατικές δυνάμεις
Allied Forces Central Europe Συμμαχικές Δυνάμεις Κεντρικής Ευρώπης
Allied Forces Mediterranean Συμμαχικές Δυνάμεις Μεσογείου
Allied Forces Northern Europe Συμμαχικές Δυνάμεις Βορείου Ευρώπης
Allied Forces Southern Europe Συμμαχικές Δυνάμεις Νοτίου Ευρώπης
Allied Land Forces Southeastern Europe Συμμαχικές Χερσαίες Δυνάμεις Νοτιοανατολικής Ευρώπης
Allied Long Lines Agency Οργανισμός Συμμαχικών Γραμμών Μεγάλου Μήκους
Allied Naval Communications Agency Οργανισμός Συμμαχικών Ναυτικών Επικοινωνιών
Allied Rapid Reaction Corps Συμμαχικό Σώμα Ταχείας Αντιδράσεως
allobar αλλοβαρής
allocate καταμερίζω
allocate αναθέτω
allocate credits διαθέτω, κατανέμω πιστώσεις
allocate the seats to be filled κατανέμω τις προς πλήρωση θέσεις
allocated capacity όριο εγγραφής ασφαλίστρων
allocation εκχώρηση
allocation καταμερισμός
allocation of conference interpreters τοποθέτηση των διερμηνέων σε συνεδριάσεις
allocation of funds σύστημα χρηματοοικονομικής κατανομής